- τιναγμός
- ο, ΝΑ [τινάσσω]1. βίαιη και απότομη κίνηση, τίναγμα2. διάσειση, τράνταγμα δένδρου για την κατάρριψη καρπών3. φρ. «κέντρο τιναγμού»φυσ. σημείο ενός στερεού σώματος που μπορεί να στρέφεται ελεύθερα γύρω από σταθερό άξονα και το οποίο είναι δυνατόν να δέχεται αιφνίδια επίδραση ορισμένης δύναμης χωρίς να προκαλείται αντίστοιχη αντίδραση στον άξονα περιστροφής.
Dictionary of Greek. 2013.